- φαρμπαλάς
- οβλ. φραμπαλάς.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φαρμπαλάς — ο, Ν βλ. φραμπαλάς … Dictionary of Greek
φραμπαλάς — και φαρμπαλάς και φαλμπαλάς και φερμπαλάς, ο, Ν 1. πλατιά πτυχωτή παρυφή γυναικείου φορέματος στο κάτω άκρο του, φαρδύς ποδόγυρος 2. μτφ. μεγαλόσωμη γυναίκα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. φραμπαλάς < φαρμπαλάς, με μετάθεση του ρ < φαλμπαλάς, με ανομοιωτική … Dictionary of Greek
φαλμπαλάς — ο, Ν βλ. φαρμπαλάς … Dictionary of Greek
φρου φρου — το, Ν άκλ. 1. ο ήχος που παράγεται από γυναικείο φόρεμα κατά το βάδισμα 2. φαρμπαλάς («πήρε ένα πουκάμισο όλο φρου φρου») 3. (ως επίρρ.) γρήγορα, βιαστικά 4. φρ. α) «όλο φρου φρου και αρώματα είναι» λέγεται για γυναίκα που περιποιείται υπερβολικά … Dictionary of Greek
φραμπαλάς — φραμπαλάς, ο και φαλμπαλάς, ο και φαρμπαλάς, ο πληθ. άδες (λ. ιταλ.), πλατιά πτυχωτή ταινία στο κάτω μέρος γυναικείου φορέματος ή στα άκρα μανικιού, μαξιλαριού, σεντονιού κτλ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)